- ολιγότριχος
- και λιγότριχος, -η, -ο και ολιγόθριξ, ο, η (ΑΜ ὀλιγότριχος, -ον, Μ ὀλιγόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ)αυτός που έχει λίγες τρίχες, λίγα μαλλιάνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολιγότριχαζωολ. ετερογενής τάξη σπειρότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων που απαντούν σε γλυκά, υφάλμυρα και αλμυρά νερά ελεύθερα ή ως παράσιτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος)].
Dictionary of Greek. 2013.